- φαμπρικάντης
- ο фабрикант
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαμπρικάντης — και φαμπρικάντες, ο, Ν εργοστασιάρχης, βιομήχανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fabbricante (βλ. λ. φάμπρικα)] … Dictionary of Greek
φαμπρικάρης — ο, Ν [φάμπρικα] ιδιοκτήτης φάμπρικας, φαμπρικάντης … Dictionary of Greek